λιτανεύων

λιτανεύων
λιτανεύω
pray
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπογενειάζω — Α 1. ικετεύω κάποιον αγγίζοντας τα γένεια του («ὑπογενειάζων λιτανεύων ἀπὸ τοῡ γενείου ἁπτόμενος», Ησύχ.) 2. χαΐδεύω τα γένεια κάποιου, τόν χαϊδεύω στο πιγούνι («ὑπογενειάζουσα τὰ παιδάρια», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γενειάζω «βγάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”